- μεταφορώ
- μεταφορῶ, -έω (Α)μεταφέρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + φορῶ «φέρω» μέσω ενός αμάρτυρου *μετάφορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμεταφόρητος — η, ο (Α ἀμεταφόρητος, ον) [μεταφορῶ] αμετάφερτος, αμετακόμιστος … Dictionary of Greek
μεταφορητός — μεταφορητός, ή, όν (Α) [μεταφορώ] αυτός τον οποίο μπορεί να τόν μεταφέρει κανείς, ο φορητός … Dictionary of Greek